ψηκτροποιός

ψηκτροποιός
ο, Ν
τεχνίτης που κατασκευάζει βούρτσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήκτρα + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψηκτροποιείο — το, Ν εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου κατασκευάζονται βούρτσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηκτροποιός. Η λ., στον λόγιο τ. ψηκτροποιεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο έντυπο Ἔκθεσις Φυλακῶν Συγγροῦ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”